ακουμβίζω

ακουμβίζω
ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω)
1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι»
2. ακουμπώ*
νεοελλ.
αποθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. -ίζω είτε από το ουσ. ακκούμβα (πρβλ. βίγλα -βιγλίζω, βέργα- βεργίζω κ.λπ.). Κατ’ άλλη άποψη, το ρ. προέρχεται από τη λ. ακουμβώ -ακουμπώ με επίδραση τού αορ. -ησα.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακούμπισμα, ακουμπιστήρα, ακουμπιστήρι, ακουμπιστός, ακουμπίστρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνακουμβίζω — Μ κάθομαι μαζί με άλλον στο ίδιο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀκουμβίζω «κατακλίνομαι, ακουμπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”